Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008
Ωδή στη Σαντορίνη
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
του Οδυσσέα Ελύτη
Βγήκες από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
ODE TO SANTORINI
By Odysseus Elytis
You came out of the thunder’s belly
Shuddering in the penitential clouds
Bitter stone, tested, defiant
You summoned the sun to be your first witness
To confront with you the impetuous radiance
To open out with a crusading echo in the sea
Sea-woken, defiant,
You thrust up a breast of rock
Scored with the south wind’s inspiration
For pain to engrave its guts there
For hope to engrave its guts there
With fire, lave, smoke
With words that concert the infinite
You gave birth to the voice of day
You raised,
To the green and rose porticos of vision,
The bells struck by the exalted intellect
Praising the birds in the mid-August light.
Close to the wave’s thud, to the foam’s lament,
Among the eucharists of sleep
When night wandered through the wildnerness of stars
Searching for the testimony of dawn
You experienced the joy of birth.
You were the first to leap forth into the world,
Porphyrogenite, sea-begotten,
You sent to the far horizons
Blessings nurtured in the sea’s vigils
To caress the hair of daylight’s waking hour.
Queen of the heartbeats, and wings of the Aegean,
With words that convert the infinite
With fire, lava, smoke,
You discovered the great lines of your destiny.
Now justice stands revealed before you
Black mountains sail in the brightness
Longings dig their craters
In the heart’s tormented land
And from hope’s struggle a new earth is made ready
So that on a morning full of iridescence
The race that vivifies dreams
The race that sings in the sun’s embrace
May stride forth with eagles and banners.
O daughter of the highest wrath
Sea-begotten, naked,
Open the glorious gates of man
So that health may sweeten the land
The senses may flower in a thousand colours
Their wings spread wide
So that freedom may blow from all directions.
In the wind’s proclamation flash out
The new, the eternal beauty
When the three-hour-old sun rises up
Entirely blue to play the harmonium of creation.
(Translation by Edmund Keeley and Philip Sherrard)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Υπεροχος ο Ελυτης..
τη καλημερα μου..
Δημοσίευση σχολίου